- ασφουγγάριστος
- η , ο невымытый (о полах, помещении);
ασφουγγάριστο πάτωμα — невымытый пол
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασφουγγάριστο πάτωμα — невымытый пол
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασφουγγάριστος — η, ο εκείνος που δεν έχει καθαριστεί με σφουγγάρισμα … Dictionary of Greek
ασφουγγάριστος — η, ο αυτός που δεν έχει καθαριστεί, δεν έχει πλυθεί: Ο διάδρομος κι η σκάλα ήταν ασφουγγάριστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)